ἁμαρτῆσαν

ἁμαρτῆσαν
ἁμαρτάνω
Acut. (Sp.)
aor part act neut nom/voc/acc sg
ἁμαρτέω
attend
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πομπεύω — ΝΑ [πομπή / πομπός] βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω νεοελλ. 1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω 2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω* 2. οδηγώ πομπή 3. προχωρώ σε… …   Dictionary of Greek

  • Ακέσιος — (4ος αι. μ.Χ.). Νοβατιανός επίσκοπος. Κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς Σωκράτη και Σωζόμενο, πήρε μέρος στη σύνοδο της Νίκαιας ύστερα από πρόσκληση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Α. βρήκε την ευκαιρία να αναπτύξει τις νοβατιανές του ιδέες,… …   Dictionary of Greek

  • επιτίμιο — το ποινή, τιμωρία, και ιδίως αυτή που επιβάλλεται από ιερέα (πνευματικό) σε χριστιανούς που αμάρτησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”